- αποκαλυψις
- ἀποκάλυψιςἀπο-κάλυψις-εως ἥ1) обнажение
(ἀ. καὴ γύμνωσις Plut.)
2) раскрытие, обнаружение(ἁμαρτίας Plut.)
3) откровение NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. καὴ γύμνωσις Plut.)
(ἁμαρτίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποκάλυψις — uncovering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… … Dictionary of Greek
Ζαχαρίου Αποκάλυψις — Απόκρυφο βιβλίο, το οποίο πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 3o ή 4o αι. Άλλοι υποστηρίζουν ότι γράφτηκε από τον Ζαχαρία, τον πατέρα του Προδρόμου, και άλλοι από τον προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης … Dictionary of Greek
Σοφονίου αποκάλυψις — Απόκρυφη ιουδαϊκή αποκάλυψη, που την αναφέρει και ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός. Σώζονται μόνο αποσπάσματά της, στα οποία ο προφήτης Σοφονίας κάνει αποκαλύψεις από τον «πέμπτο ουρανό» … Dictionary of Greek
ἀποκαλύψει — ἀποκάλυψις uncovering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκαλύψεϊ , ἀποκάλυψις uncovering fem dat sg (epic) ἀποκάλυψις uncovering fem dat sg (attic ionic) ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψεις — ἀποκάλυψις uncovering fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκάλυψις uncovering fem nom/acc pl (attic) ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψεσι — ἀποκάλυψις uncovering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψεσιν — ἀποκάλυψις uncovering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψηι — ἀποκάλυψις uncovering fem dat sg (epic) ἀποκαλύψῃ , ἀποκαλύπτω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποκαλύψῃ , ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd sg ἀποκαλύψῃ , ἀποκαλύπτω uncover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάλυψιν — ἀποκάλυψις uncovering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apocalipsis — Para otros usos de este término, véase Apocalipsis (desambiguación). Icono del siglo XVI … Wikipedia Español